Η αντιλαϊκή μπόρα έτοιμη να ξεσπάσει Ο λαός να προετοιμάζεται για τα χειρότερα και να ελπίζει μόνο στη δύναμη του αγώνα

Λίγες μέρες μένουν μόνο μέχρι ν’ ανοίξουν οι κάλπες και όλα τα πολιτικά σημάδια (φανερά και «κρυφά») δείχνουν σε τι είδους εκλογές και σε τι κλίμα ήθελε και θέλει να σύρει τον λαό το σύστημα.
Το κατεστημένο της χώρας, τα ντόπια και ξένα κέντρα εξουσίας με μπροστάρη τη ΝΔ, για πρώτη φορά τόσο ωμά και ανοιχτά καλούν τον λαό περίπου να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Ο Καραμανλής με την εσπευσμένη απόφασή του να προσφύγει στις κάλπες έδειξε σαν να «θυσιάζεται» για λογαριασμό του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού «καλού». Επίμονα και μονότονα έχει επωμισθεί τον ρόλο της τρομοκράτησης του λαού. Κραυγάζει συστηματικά στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης ότι ο λαός θα πρέπει αδιαμαρτύρητα και χωρίς κοινωνικές εντάσεις να δεχτεί να απεμπολήσει και τα όποια έσχατα δικαιώματα του έχουν απομείνει από τους προηγούμενους γύρους καπιταλιστικών επιθέσεων και αναδιανομών υπέρ των λίγων και πλουσίων.
Η ΝΔ, παρά τη δεινή εκλογική θέση που έχει έρθει, δεν διστάζει να κάνει επίδειξη πυγμής, απειλώντας με καινούργια αντιλαϊκά πογκρόμ. Έχει χάσει κάθε ελπίδα ν’ ανακάμψει στα μάτια του λαού, γι’ αυτό και επιλέγει να γίνει αρεστή στα πραγματικά αφεντικά της έτσι ώστε ακόμα και όταν χάσει τις εκλογές να έχει βάλει, σαν κόμμα και στήριγμα του συστήματος, υποθήκες για το μέλλον.
Γιατί δεν χωράει αμφιβολία ότι η ΝΔ θα τις χάσει τις επερχόμενες εκλογές. Προφανώς γιατί πληρώνει σε μεγάλο βαθμό το τίμημα της αντιλαϊκής της πολιτικής, και ας την πιέζουν οι φίλοι και οι αντίπαλοι ότι δεν έκανε όσα έπρεπε. Αλλά και γιατί πληρώνει το τίμημα των αφόρητων πιέσεων των ιμπεριαλιστών πάνω στην ντόπια άρχουσα τάξη.
Χρεώθηκε επίσης η ΝΔ ότι επί διακυβέρνησής της διαταράχθηκαν μια σειρά ισορροπίες όχι μόνο της άρχουσας τάξης με τους ιμπεριαλιστές, αλλά και ανάμεσα σε διάφορες αστικές μερίδες που συνεχίζουν να ερίζουν πάνω από την πίτα ακόμη και λίγο πριν από τις κάλπες.
Έβαλε λοιπόν και ο λαός, όσο μπορούσε και του επέτρεπαν οι συσχετισμοί και η ανικανότητα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, το δικό του χεράκι για να επιδεινώσει τη θέση της ΝΔ όχι μόνο στις πρόσφατες ευρωεκλογές, αλλά και με τις αντιστάσεις του όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Παραφυλάει λοιπόν το ΠΑΣΟΚ (που σπρώχνεται από παντού) έτοιμο(;) να αναλάβει τη διαχείριση και να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Ωστόσο οι λαϊκές μάζες δεν είναι ακόμη σε θέση να επιβάλουν τη δική τους λύση, να χαράξουν τον δικό τους δρόμο για την ανατροπή και τη χειραφέτηση.
Γι’ αυτό τον λόγο το σύστημα, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, η ψευτοαριστερά, υποτιμούν τις μάζες με κάθε ευκαιρία, ιδιαίτερα όταν θεωρούν ότι τις έχουν φέρει στα μέτρα τους και στο γήπεδό τους. Γιατί είναι αλήθεια, δυστυχώς, ότι οι εκλογές στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ιδιαίτερα στη φάση παροξυσμού της επίθεσης που βρίσκεται, δεν αφήνουν στον λαό πολλά περιθώρια αντίστασης και ανατροπών.
Φαίνεται λοιπόν ο λαός «δεδομένος» και «στοιχισμένος» να ακολουθήσει και εκλογικά τις προσταγές του συστήματος. Να στοιχιστεί πίσω από το ΠΑΣΟΚ («νέο» ή παλιό), να «ξεχάσει» τις αμαρτίες και τα έργα της σοσιαλδημοκρατίας. Καλείται δηλαδή να «ελπίσει» στο τίποτα.
Θα επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα των εκλογών αυτό που φαίνεται; Δεν είμαστε μάντεις ούτε διευθυντές εταιρειών exit poll. Χωρίς να υπερτιμάμε τη σημασία του να ξεφύγει εκλογικά ο λαός από μια «διατεταγμένη» συμπεριφορά, δεν αποκλείονται να εμφανιστούν ανορθογραφίες. Οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν θα δικαιώσουν τις «αριστερές» φωνές που καλούν υποκριτικά τον λαό να «επαναστατήσει» μπροστά στις κάλπες. Απλά μπορεί να μπερδέψουν ή να ξεστρατίσουν τους προγραμματισμούς. Πιθανόν βέβαια να ξεφύγουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο και να εγκαινιαστεί μια νέα περίοδος αστάθειας, διαδεχόμενη αυτή που προϋπήρξε με τους κλυδωνισμούς στη ΝΔ. Ας είμαστε ανοιχτοί σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όχι βέβαια γιατί κατ’ ανάγκη θα φέρει ανακούφιση στον λαό. Αυτό είναι φαντασίωση μιας Αριστεράς που απλώς ελπίζει να πάρει μια θέση στον ήλιο και ας ξέρει ότι αυτές οι όποιες πιθανόν ανορθογραφίες δεν θα ανακόψουν από μόνες τους την επίθεση η οποία έτσι κι αλλιώς είναι μονόδρομος αντί παντός τιμήματος για το σύστημα. Ο ρόλος, η δράση, η παρέμβαση των αριστερών, των κομμάτων, δεν «ολοκληρώνονται» στις κάλπες. Ο ρόλος αυτών όλων για να υπάρξει αποτέλεσμα, για να υπάρξει σύνδεσή τους με τις μάζες, για να ευνοηθεί η πολυπόθητη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων, θα πρέπει να φανεί και να αναδειχτεί μέσα στην ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ που αναμένεται ΟΞΥΜΕΝΗ. Θα πρέπει να επιβεβαιωθεί μέσα στις αντιστάσεις εκεί όπου θα πραγματώνεται, θα δοκιμάζεται, θα ενισχύεται η κοινή δράση και η αναζήτηση σημείων σύμπτωσης αλλά και ο προσδιορισμός των σημείων διαχωρισμού.
Δεν υποτιμάμε την εκλογική μάχη. Αν το κάναμε, δεν θα συμμετείχαμε στις εκλογές, δεν θα κάναμε τόσο κόπο στηριγμένοι μόνο στις δικές μας δυνάμεις και στη δύναμη που μας δίνει ένα μικρό ακόμη κομμάτι του λαού και της νεολαίας ακόμη και στις κάλπες.
Θέλουμε την ψήφο των εργαζομένων, του εργάτη του νεολαίου, του αγρότη, του μετανάστη όχι βέβαια γιατί με την ψήφο αυτή θα γίνει το σύστημα αδύναμο και ο λαός δυνατός. Όχι βέβαια γιατί με την ψήφο αυτή βρίσκει διέξοδο στις αγωνίες και στις ανησυχίες του. Αλλά γιατί με την ψήφο αυτή δείχνει πιο έτοιμος, πιο κοντά να υπερασπιστεί μια ανάλογη με τη δικιά μας κατεύθυνση στο κίνημα.
Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε ότι με την ψήφο του στέλνει κι εκείνος τα μηνύματά του προς το σύστημα, προς τα κυρίαρχα κόμματα, προς τη ρεφορμιστική Αριστερά, ότι δεν υποκύπτει στα ποικιλώνυμα διλήμματα που του στήνουν συνέχεια και δεν είναι αυτό που λέμε δεδομένος.


ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ-ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΚΚΕ(μ-λ)!
Ψήφος αντίστασης!
Ψήφος δέσμευσης!
Ψήφος εμπιστοσύνης στη δύναμη των αγώνων!
Ψήφος ελπίδας ότι μια άλλη επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά μπορεί να οικοδομηθεί!

Καμία εμπιστοσύνη στους κοινοβουλευτικούς προφήτες Καμία απογοήτευση και απαισιοδοξία για τα «χειρότερα που θα ’ρθουν»

Παρά την κακόβουλη αισιοδοξία του Καραμανλή και των ομοϊδεατών του που με «ειλικρίνεια» (;) μας δείχνουν τον ανήφορο προς τον Γολγοθά ώστε να λυτρωθεί και να αναστηθεί ο λαός, πέρα από τα χαριτωμένα «λιβάδια ευτυχίας» που διασχίζει το ΠΑΣΟΚ, με οδηγό τον επίσης «αισιόδοξο» Παπανδρέου, ώστε να οδηγηθούμε στη γη της «πράσινης» επαγγελίας δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα όπως τα «προφητεύουν» οι κοινοβουλευτικοί προφήτες. Παπανδρέου, Καραμανλής και ΣΙΑ δείχνουν να είναι οι μόνοι που αισιοδοξούν σε αυτήν τη χώρα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι βυθίζονται καθημερινά σε μια αυξανόμενη απαισιοδοξία για το μέλλον και το τι αυτό μας επιφυλάσσει.

Αυτή η διάσταση… συναισθημάτων των «από πάνω» με όσα νοιώθουν οι «από κάτω» μας φαίνεται απόλυτα φυσιολογική. Γιατί ούτε είναι ο Καραμανλής αυτός και οι «συνοδοιπόροι του» που θα υποστούν το Γολγοθά των υπολοίπων (και ας χάσουν τις εκλογές), ούτε ο Παπανδρέου και οι «οικοεκσυγχρονιστές του» θα διαψευστούν για τα «ένδοξα χρόνια» που προβλέπουν (κι ας κερδίσουν τις εκλογές).
Είναι αναγκαστικά διαφορετικές οι διαδρομές του κόσμο της εργασίας και του απόκοσμου του κεφαλαίου, διαμετρικά αντίθετες: Οσο θα ρίχνεται ο ένας στα βάθη της φτώχειας και της απελπισίας τόσο θα υψώνεται ο άλλος στην κορυφή της ευδαιμονίας και της αναισθησίας. Ανεξάρτητα από το ποιος κερδίζει κάθε φορά τις εκλογές. Κι αυτό όχι γιατί «ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι ίδια». Τουλάχιστον όχι μόνο γι’ αυτό.
Τώρα που διαφαίνεται κυβερνητική εναλλαγή, που προβλέπεται αλλαγή στη διακυβέρνηση του κράτους ας μην ξεχνάμε ένα πράγμα: δεν υπάρχει ολοκληρωτική αποχώρηση ή ολοκληρωτική εγκαθίδρυση της μιας ή της άλλης μερίδας εκπροσώπησης των συμφερόντων της ξένης και ντόπιας κεφαλαιοκρατίας. Τι σόι κατεστημένο θα ήταν τότε; Το «ανερχόμενο» ΠΑΣΟΚ καταλαμβάνει ενώ η «απερχόμενη» ΝΔ διατηρεί την επιρροή στη διακυβέρνηση της χώρας και του κράτους. Από αυτήν την άποψη δεν ήταν καθαρό ψέμα το «κράτος του ΠΑΣΟΚ» εντός της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, όπως δεν θα είναι ψέμα «το νεοδημοκρατικό κράτος» εντός της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Γιατί συμπληρώνουν και μοιράζονται θεσμούς και ρόλούς. Εναλλασσόμενοι και από κοινού στην εξουσία, έστω και με ανισότητες που καθορίζουν τα εκλογικά ποσοστά.
Η απαισιοδοξία, ωστόσο, για το μέλλον παραμένει σε «οπαδούς, εχθρούς και φίλους». Το 83% του πληθυσμού πιστεύει ότι η ζωή των σημερινών παιδιών θα είναι δυσκολότερη από αυτήν που βιώνουν οι ίδιοι. Γενικευμένη η δυσπιστία απέναντι σε δεσμούς, κυβέρνηση, βουλή, πολιτικά κόμματα, εκκλησία, ΜΜΕ. Τίποτα δεν γεννά σε μεγάλο μέρος του κόσμου την ελπίδα ότι ίσως κάτι αλλάξει προς το καλύτερο. Και από κοντά η μοχθηρή υπόσχεση για ανελέητη λιτότητα, για πάγωμα μισθών και των χειρότερων ημερών για τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα άλλα και για αυτά που έως τώρα τα «φέρναν βόλτα». Ο Καραμανλής τα λέει πριν τις εκλογές για να αποχωρήσει με το «λαμπρό» βιογραφικό του «έντιμου και ειλικρινή». Ο Παπανδρέου θα τα πει μετά της εκλογές ως μελλοντικός πρωθυπουργός που εξαπατήθηκε.
Το δυστύχημα βέβαια είναι ότι αυτή η δικαιολογημένη απογοήτευση και απαισιοδοξία δεν στρέφεται μόνο κατά των κατεστημένων θεσμών. Στρέφεται –δικαιολογημένα- και κατά της Αριστεράς που είτε αδυνατεί είτε δεν θέλει να διαφοροποιηθεί από την γενικευμένη κοινωνική μιζέρια.
Αύτη η απαισιοδοξία φέρνει τον κίνδυνο της πολιτική παθητικότητα, οδηγεί στη αποχαύνωση την κοινωνία. Οχι μόνο την προεκλογική περίοδο αλλά κυρίως μετά τις εκλογές σαν μια μόνιμη κατάσταση και στοιχείο συμπεριφοράς. Γι’ αυτό δεν ανησυχεί το καθεστώς με τη γενικευμένη και γενική απαξίωσή του. Αυτός ο κίνδυνος λοιπόν πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως.
Δεν είναι ορατό με την πρώτη ματιά, ωστόσο, η όλη κατάσταση συνδέεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την υποχώρηση του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος. Του κινήματος δηλαδή που, στη βάση της ύπαρξής του (άσχετα με τις μετέπειτα στρεβλώσεις) εισήγαγε τη συμμετοχή των εργαζόμενων μαζών στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι επομένως η αισιοδοξία που αποπνέει η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Τι μέλλον θα είχαμε άλλωστε χωρίς αυτό.

Ψέματα με κοντά ποδάρια

Ποιός είπε τα περισσότερα ψέματα στο ντιμπέιτ; Εξαρτάται. Από το ένα πρόκειται για ανόητα ή πονηρά ψέματα, ψέματα αποδεδειγμένα ή ψέματα που πρόκειται να αποδεχθούν. Πάντως, ψέματα είπαν, πολλά και διάφορα, και οι δυο «εντιμότατοι» πολιτικοί αρχηγοί.
Αν πρέπει να διαλέξουμε ένα ψέμα για τον καθένα, θα λέγαμε (χωρίς αναγκαστικά να είναι αυτά τα πιο «χοντρά» και προκλητικά) ότι είναι:
Για τον Καραμανλή τα Stage και για τον Παπανδρέου το άρθρο 16.
Με τα λεφτά των φορολογουμένων τα μισητά Stage και όχι με κοινοτικά κονδύλια. «Τι να κάναμε, να πάνε χαμένα τα κοινοτικά κονδύλια;», είχε πει ο Καραμανλής. Δηλαδή, αν ήταν να μας έδινε η ΕΕ λεφτά για χειροπέδες (που επί της ουσίας τέτοια είναι) θα έπρεπε να δεθούμε όλοι χειροπόδαρα! Μιλάμε όμως για τα ψέματα των αρχηγών και όχι για τις ανοησίες τους.
Σχετικά με την αναθεώρηση του άρθρου 16 ο Παπανδρέου είπε ότι αποχώρησε γιατί οργίστηκε με τη διαδικασία νοθείας για το άρθρο 24 για τα δάση (σιγά την ασυνήθιστη διαδικασία για το ΠΑΣΟΚ). Πρόκειται για ψέμα υπεκφυγής απ’ την ουσία. Ως γνωστόν, το άρθρο 16 και η αναθεώρησή του είναι η αγαπημένη ενασχόληση του τομέα Παιδεία του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του ίδιου του Παπανδρέου.
Για τα υπόλοιπα ψέματα των αρχηγών θα γράφαμε… βιβλία.

To ΠΑΣΟΚ «απειλεί» να «ξανασώσει» το λαό και τη χώρα

Το ΠΑΣΟΚ στα πρόθυρα της εξουσίας λοιπόν, και ο Γ. Παπανδρέου σχεδόν βέβαιος πρωθυπουργός. Ούτε ο ίδιος θα το φανταζόταν εκείνες τις γκρίζες μέρες του 2007.
Τα πράγματα πήραν ωστόσο τις στροφές τους και να ‘μαστε κιόλας μπροστά σε μια «νέα αρχή» (ή «νέο ξεκίνημα» ή «νέα εξόρμηση» ή ό,τι άλλο «νέο» προτιμάτε).
Ο ελληνικός λαός βέβαια γνωρίζει ότι τίποτε το ουσιαστικά νέο δεν υπάρχει σε όλα αυτά, παρά το νέο περιτύλιγμα παλιών πολιτικών. Μόνο τα συνήθη παπαγαλάκια (ενόψει μάλιστα και νέων επιχορηγήσεων –εδώ πραγματικά θα υπάρξουν νεότερα) έχουν βαλθεί να λένε και να γράφουν πολλά και διάφορα. Περί του μοντέλου Ομπάμα, που θα προωθήσει ο Γ. Παπανδρέου, περί της διαφορετικής γραμμής του ΠΑΣΟΚ από εκείνη της ΝΔ, περί ενός «νέου» ΠΑΣΟΚ που «άλλαξε» και δεν είναι όπως παλιά, περί των «νέων» και «φιλολαϊκών» θέσεων του ΠΑΣΟΚ, και «πράσινης» ανάπτυξης και άλλα ανθηρά. Το θράσος στην αποθέωσή του!
Αλλά ας τα δούμε.

Νεφελώματα και πραγματικότητα

Εχει μια ορισμένη σημασία να αναφερθούμε συνοπτικά έστω στο διεθνές πλαίσιο. Ενα πλαίσιο που διαμορφώνεται από τις κυρίαρχες στις μέρες μας τάσεις, ροπές και κατευθύνσεις. Αυτές που ώθησαν στη γιγαντιαίων διαστάσεων χρηματοδότηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και για τη διάσωση αυτού του ληστρικού μηχανισμού.
Την αναζήτηση διεξόδου από την κρίση, την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Της μετακύλισης των συνεπειών της στις εξαρτημένες χώρες. Στον άγριο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες και σε όλα τα πεδία. Την ενίσχυση των επιχειρήσεων στο εθνικό πεδίο, από κάθε πλευρά, και στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού. Σ’ αυτές τις τροχιές κινήθηκε και κινείται το σύνολο των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και αυτό είναι που διαμορφώνει το συνολικό πλαίσιο.
Οι διαφορές στη «δοσολογία» δεν συνιστούν «σύγκρουση» ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και κεϋνσιανισμό, όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά διαφορετικούς όρους, συνθήκες, ανάγκες αλλά και δυνατότητες της κάθε χώρας. Λόγου χάρη, όντως είναι πιο «ανοιχτός» ο Ομπάμα στην ενίσχυση της ρευστότητας σε σχέση με τους Ευρωπαίους. Αυτό ωστόσο έχει μεγαλύτερη σχέση με τον ανταγωνισμό –ιδιαίτερα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό πεδίο- παρά με τον …Κέυνς. Μια πολιτική με την οποία οι ΗΠΑ υπερδιογκώνουν το χρέος τους και ταυτόχρονα εκτυπώνουν ποταμούς δολαρίων με «αντίκρισμα» τη θέση τους ως μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο (και όχι μόνο οικονομικής). Οι Ευρωπαίοι κινούνται στην ίδια τροχιά αλλά με λιγότερα περιθώρια ανοιγμάτων. Όχι μόνο λόγω διαφοράς μεγέθους αλλά κυρίως λόγω έλλειψης ενιαίου πολιτικού κέντρου.
Αυτό είναι το πλαίσιο και αυτά τα περιθώρια στα οποία μπορούν να κινηθούν οι μικρότερες, εξαρτημένες χώρες. Πόσα περιθώρια αύξησης λ.χ. του χρέους της έχει η χώρα μας; Δεν αναφερόμαστε εδώ στο αν και πόσο το «επιτρέπουν» ή όχι οι Βρυξέλλες, αλλά κύρια στο ποιες είναι οι δυνατότητες (και όχι μόνο οικονομικές) της χώρας μας. Στο πεδίο αυτό ούτε σαν αστείο δεν αξίζουν οι παραλληλισμοί με ΗΠΑ και …Ομπάμα. Ετσι η μόνη επιλογή που βλέπει ως «ρεαλιστική» η μεγαλοαστική τάξη της χώρας μας είναι το παραπέρα ξεζούμισμα του εργαζόμενου λαού, είτε το λένε ανοιχτά όπως ο Καραμανλής είτε το συγκαλύπτουν σε πράσινα νεφελώματα όπως ο Γ. Παπανδρέου.
Υπάρχει βέβαια και η περιοχή του «πράσινου» (όχι αυτού που καίγεται κάθε τόσο αλλά της λεγόμενης πράσινης ανάπτυξης). Είναι το νέο νεφέλωμα στα πλαίσια του οποίου καμουφλάρονται πολλά και διάφορα. Εδώ θα επισημάνουμε μόνο δύο βασικές παραμέτρους του πράγματος. Πρώτον, ότι με τους καλύτερους όρους και προθέσεις (αν τις υποθέσουμε ως υπαρκτές) οι πραγματικές απαντήσεις στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας έχουν πολύ δρόμο ακόμα (όπως άλλωστε και η αναζήτηση της καινοτομίας και προηγμένων προϊόντων σε άλλους κλάδους που μάλλον ιεραρχούνται ως πιο επείγουσας ανάγκης). Η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει να βασίζεται για καιρό ακόμα, κύρια στους «παραδοσιακούς» κλάδους και το …πετρέλαιο.
Το δεύτερο αφορά ότι στο όνομα της οικολογίας και της …σωτηρίας του πλανήτη επιχειρείται η επιβολή ανταγωνιστικών όρων από τη μια ιμπεριαλιστική δύναμη στην άλλη. Ταυτόχρονα και σαν όργανο διείσδυσης όπως λ.χ. των ΗΠΑ στη Βραζιλία, όπου μάλιστα στο όνομα της παραγωγής «οικολογικού» (φυτικού) καυσίμου …καταστρέφεται το οικοσύστημα του Αμαζονίου.
Οσον αφορά τώρα τη χώρα μας και τον Γ. Παπανδρέου, είναι ζήτημα αν αντιλαμβάνεται καν πώς έχει το ζήτημα (όπως άλλωστε –και πέρα απ’ τον δεδομένο οπορτουνισμό τους- οι «ειδήμονες» περί το θέμα Πράσινοι-Οικολόγοι).

Το ΠΑΣΟΚ «άλλαξε»! (διεύθυνση γραφείων)

Είναι δεδομένο ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ, όπως και η ΝΔ, αυτό που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν είναι η πολιτική της συνέχισης της επίθεσης ενάντια στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία. Όχι μόνο επειδή το λέει η ΕΕ, αλλά επειδή αποδεδειγμένα είναι κόμματα του κεφαλαίου και της εξάρτησης. Ποιο είναι ωστόσο εδώ το –προεκλογικό- ζήτημα; Το ΠΑΣΟΚ διεκδικώντας τη διακυβέρνηση έπρεπε να εμφανιστεί ως κάτι το διαφορετικό από τη ΝΔ. Και μιας και η ΝΔ επέλεξε την «υπεύθυνη στάση», δηλαδή την ανοιχτή διακήρυξη προθέσεων, το ΠΑΣΟΚ έκανε σημαία του τη «φιλολαϊκή» πολιτική μέσω της «αναθέρμανσης» της οικονομίας κ.λπ. Το πόσο υπόσταση έχει αυτό, μας το έδειξε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ πριν γίνει ακόμη κυβέρνηση. Αναφερόμαστε στην «αλλαγή σημαίας» που αναγκάστηκε να κάνει ο Γ. Παπανδρέου κάτω από την πίεση της πραγματικότητας. Τώρα πλέον σαν κύριος στόχος και άξονας πορείας τίθεται το «χτύπημα της διαφθοράς». Σωθήκαμε!
Ο λαός ωστόσο και γνωρίζει και θυμάται. Γνωρίζει ότι η διαφθορά αποτελεί σύμφυτο στοιχείο αυτού του συστήματος. Θυμάται ότι ήταν ο ίδιος ο «πολύς» Α. Παπανδρέου που είπε για στέλεχός του πως κατανοεί το να κάνει κάποιο δωράκι στον εαυτό του αλλά εκείνος το «παράκανε». Το «μήνυμα» το πήραν στη συνέχεια πολλοί και μάλιστα το «παράκαναν», συνέχισαν και θα συνεχίσουν να το «παρακάνουν». Ηδη και ενόψει της ανόδου του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να συρρέουν τα διάφορα τρωκτικά, να συνωστίζονται στους διαδρόμους οι ημέτεροι, να διαγκωνίζονται στην αυλή του έως και άνθρωποι του «πνεύματος» και της «τέχνης».
Επειδή όσο και αν φωνασκούν τα παπαγαλάκια, το ΠΑΣΟΚ δεν άλλαξε. Επειδή όπως μας διαβεβαιώνει και η κυρία Α. Διαμαντοπούλου δεν τίθεται, λέει, «θέμα ηθικής τάξης» για όσους κόπηκαν από τις λίστες. Επειδή το μόνο που σηματοδοτεί το ξεκαθάρισμα των υποστηρικτών του Βενιζέλου είναι η αγωνία του Γ. Παπανδρέου να εδραιώσει την ηγεσία του στο ΠΑΣΟΚ (μετά τη λαχτάρα που τράβηξε το 2007).
Στην ίδια άλλωστε λογική δήλωσε σε συνέντευξή του στον Παπαχελά πως «δεν πρόκειται να ανεχτεί φέουδα» (στο φέουδό του).
Αλλά ας μην πάμε μακριά. Στην ίδια συνέντευξη δηλώνει πως «η διακυβέρνηση Σημίτη άφησε πίσω της ένα μεγάλο έργο …και αυτό το νήμα θα το πιάσουμε ξανά εκεί που το αφήσαμε». Αν είχατε λοιπόν απορίες με ποιο «νήμα» θα μας περισφίξει το νέον ΠΑΣΟΚ, έχετε την απάντηση.

«Δαχτυλίδι» made in USA

Αλλά σε σχέση με την υπόθεση Σημίτη υφίσταται ένα επίσης πολύ σοβαρό ζήτημα. Ας ανοίξουμε, ωστόσο, πρώτα μια παρένθεση. Ολοι έχουν παρατηρήσει τη δυστοκία που υπήρξε όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των θέσεων του ΠΑΣΟΚ. Και φυσικά κανείς δεν πιστεύει ότι ένα κόμμα με πορεία 35 χρόνων, με 20ετή θητεία στη διακυβέρνηση της χώρας και με πλήρη μηχανισμό και επιτελεία στη διάθεσή του δεν έχει θέσεις. Εχει και παραέχει. Το πρόβλημα βρισκόταν στη μορφή, στο ντιζάιν με το οποίο θα πλασαριζόταν το …εμπόρευμα στους …καταναλωτές.
Αυτή είναι η πρωταρχική μέριμνα αυτής της επεξεργασίας. Ταυτόχρονα ωστόσο θα πρέπει να εμπεριέχει και τα κατάλληλα «σήματα» (συγκαλυμμένα, αλλά αναγνώσιμα απ’ αυτούς που χρειάζεται) προς τα διάφορα κέντρα ισχύος: το κεφάλαιο, την ΕΕ, τις ΗΠΑ.
Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στο θέμα Σημίτη, παρακάμπτοντας την «εκτίμηση» που έδειξε στο πρόσωπό του ο Γ. Παπανδρέου, πετώντας τον έξω από τις λίστες (τόσος «σεβασμός»). Το θέμα έχει μια διάσταση πιο σοβαρή. Είναι κοινό «μυστικό» ότι εδώ και χρόνια οι Αμερικανοί προωθούσαν τον Γ. Παπανδρέου στη θέση του Σημίτη και την Ντόρα στη θέση του Καραμανλή. Στο ΠΑΣΟΚ το κατόρθωσαν το 2004 (ποιο «δαχτυλίδι» του Σημίτη και σαχλαμάρες) τον στήριξαν στην κρίση του 2007, ενώ στη ΝΔ όχι ακόμα (ίσως μετά τις εκλογές). Είναι η ώρα του Γ. Παπανδρέου να ανταποδώσει (όπως άλλωστε και της Ντόρας με τις δηλώσεις της για την αντιπυραυλική ασπίδα) να δώσει τα δικά του διαπιστευτήρια. Βρίσκει λοιπόν «λεόντεια» τη συμφωνία για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και θα προχωρήσει, λέει, στην επαναδιαπραγμάτευσή της βήμα το βήμα. Οπερ πρακτικά σημαίνει την ματαίωσή της.
Εχει όμως και άλλους παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να καθησυχάσει. Διαβεβαιώνει λοιπόν πως «θα τιμήσουμε τις υποχρεώσεις μας ως μέλος της ΕΕ. Το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης θα κατατεθεί έγκαιρα και κυρίως θα είναι αξιόπιστο» (Όπως θα αντιληφθήκατε αυτό το «πρόγραμμα» ακόμα εκπονείται). Κατά τα άλλα θα «διαπραγματευτεί», λέει, με την ΕΕ για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Εντάξει, καταλάβαμε. Οσο για το κεφάλαιο, ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθαρίζει πως «δεν είμαστε κρατιστές, θέλουμε τον ανταγωνισμό…». Αν και με δεδομένη την πολιτεία του ΠΑΣΟΚ είναι μάλλον περιττή μια τέτοια διαβεβαίωση.

«Νέο» ξεκίνημα με παμπάλαια υλικά

Εξετάζοντας κανείς τις θέσεις και όλα όσα εν γένει εκπέμπονται από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, αυτό που συνάγει σαν κεντρικό μήνυμα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα διαχειριστεί καλύτερα, πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά τα προβλήματα της χώρας. Οποιος θέλει να το πιστέψει, ας το πιστέψει.
Το ζήτημα ωστόσο είναι ότι με βάση το δοσμένο πλαίσιο, αυτό που θα αποτελούσε κάτι πραγματικά διαφορετικό δεν είναι μια καλύτερη διαχείριση (ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μπορεί να υπάρξει). Το διαφορετικό μπορεί να προέλθει μόνο σαν αποτέλεσμα σύγκρουσης με τις κυρίαρχες τάξεις και τα κέντρα εξουσίας. Κάτι τέτοιο ωστόσο μόνο ένα κίνημα που στηρίζεται ολόπλευρα στο λαό μπορεί να πραγματοποιήσει. Το ΠΑΣΟΚ δεν επεχείρησε αυτή τη σύγκρουση το 1981 (τότε που πολλοί έθρεφαν τέτοιες αυταπάτες) που είχε έναν κόσμο και μάλιστα ενεργό πίσω του. Θα το κάνει σήμερα με τον Γ. Παπανδρέου, τη Διαμαντοπούλου, τον Χρυσοχοϊδη και τον Πάγκαλο; Και μόνο στην ιδέα μιας τέτοιας εκδοχής όλοι αυτοί θα «αρρώσταιναν».
Από κει και πέρα, όταν οι επιτελείς του ΠΑΣΟΚ δηλώνουν ότι «δεν θα κρύψουν την αλήθεια από το λαό», για να ξέρει δηλαδή τι τον περιμένει, στέλνουν ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα. Όταν ο Γ. Παπανδρέου μιλάει για τριετές πλάνο «σταθεροποίησης της οικονομίας» και τα αποτελέσματά του θα φανούν, λέει, στον τέταρτο χρόνο (όπου «συμπτωματικώς» θα’ ναι μάλλον και ο προεκλογικός) όλοι καταλαβαίνουμε τι θέλει να μας πει.
Όταν από τα 31 δισ. ανείσπρακτων φόρων κατεβαίνει στο «ό,τι εισπράξουμε» και συμπληρώνει και η κυρία Διαμαντοπούλου ότι «πρέπει να αποκτήσουμε φορολογική συνείδηση», γίνεται αντιληπτό από πού σκοπεύουν να αντλήσουν έσοδα.
Όταν λέει ότι θα προχωρήσει στην «αναθεώρηση» του καθεστώτος ενοικίασης εργαζομένων, μας λέει καθαρά ότι θα διατηρήσει αυτό το επαίσχυντο και μεσαιωνικό καθεστώς εκμετάλλευσης και εξανδραποδισμού των εργαζομένων. Όταν δηλώνει ότι θα δώσει «αυξήσεις» πάνω από τον πληθωρισμό, εμπαίζει τον κόσμο μιας και ο πληθωρισμός σήμερα είναι της τάξης του 1%.
Όταν προγραμματίζει να «ανοίξει το ασφαλιστικό» (όπως άλλωστε απαιτούν κεφάλαιο και ΕΕ) όλοι καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό για τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Όταν λέει ότι «θα ρυθμίσει το καθεστώς λειτουργίας» των ιδιωτικών κολλεγίων και ταυτόχρονα θα ενισχύσει τα ΑΕΙ σε βάση «αξιολόγησης», γίνεται αντιληπτό ότι η επίθεση στη νεολαία και τα δικαιώματά της θα συνεχιστεί και θα ενταθεί.
Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά ακόμη αλλά ας σταματήσουμε εδώ. Αλλωστε, έχουμε την εντύπωση ότι παραβιάζουμε ανοιχτές θύρες μιας και ελάχιστοι δίνουν πραγματική βάση στα όσα λέει το ΠΑΣΟΚ και ο Γ. Παπανδρέου.
Είναι άλλο ζήτημα το ότι ο λαός, μη έχοντας μπροστά του μια άλλη πραγματική και πειστική διέξοδο, σέρνεται τελικά στο να «επιλέξει» ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Ένα ζήτημα που θέλει άλλους όρους απάντησης.
Όπως έχουν πάντως τα πράγματα, το ΠΑΣΟΚ μάλλον θα κερδίσει τις εκλογές. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Ετσι ή αλλιώς είτε με ΠΑΣΟΚ είτε με ΝΔ, τα ίδια προβλήματα θα έχει να αντιμετωπίσει ο λαός.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι το πώς και πού θα δώσει τις δικές του απαντήσεις ο λαός. Το πώς θα οργανωθεί η λαϊκή αντίσταση και πάλη.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση που έχει κιόλας ξεκινήσει.

Ποιο σπουδαίο από την ψήφο;

Καθώς διανύουμε την προεκλογική περίοδο είναι διάχυτη στον κόσμο της Αριστεράς, και συνολικά στο λαό, η αίσθηση της ανεπάρκειας και του πεπερασμένου που εκπέμπουν και τα δύο κόμματα του κοινοβουλίου που αναφέρονται στο χώρο αυτό. Με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, με μια ποικιλία αφορμών και προσεγγίσεων, ένας ολόκληρος κόσμος διατυπώνει αντιθέσεις, ενστάσεις, ανεμπιστοσύνη και μη έμπνευση απέναντι σε αυτό που αποτελεί το πολιτικό προφίλ και λόγο των ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Με την παρατήρηση αυτή δεν αναφερόμαστε βέβαια ούτε στις μεταξύ τους αντιθέσεις ούτε στην πολιτική κριτική που ασκείται στις ηγεσίες αυτές από το ΚΚΕ(μ-λ) ή από τις όποιες πολιτικές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά σε έναν ευρύτερο κόσμο. Σε έναν κόσμο που αυτή την κριτική δεν την εκφράζει για να υπερασπιστεί τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ, τους Οικολόγους. Δεν την εκφράζει σαν πρόσχημα για να δηλώσει υποταγή, παραίτηση, για να δικαιολογήσει άλλες προσωπικές επιλογές που είναι αντίθετες ή ασύμβατες με την υπόθεση της Αριστεράς και των αγώνων. Αντίθετα την εκφράζει σαν αγωνία απέναντι σε ό,τι ζει εδώ και χρόνια και σε αυτά που αισθάνεται ότι έρχονται και σαν παράπονο απέναντι σε αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν τον πρώτο λόγο για να ανοίξουν το δρόμο για την αντιμετώπισή τους. Ανεξάρτητα λοιπόν από το βαθμό συμφωνίας μας σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις και κριτικές -και μάλιστα έχοντας την άποψη πως όλη αυτή η πρώτη ύλη χρειάζεται να δουλευτεί στο πραγματικό «εργαστήρι» της ταξικής πάλης για να δώσει τις συνολικότερες και απαιτούμενες απαντήσεις στο ζήτημα της Αριστεράς- αυτή η διαπίστωση αποτελεί για μας άλλη μια έκφραση αυτού που ονομάζουμε «Ζήτημα Αριστεράς» στη χώρα μας και όχι μόνο.
Αν κανείς αναλογιστεί τις συνθήκες και τα πραγματικά χαρακτηριστικά της περιόδου και τις αντιπαραβάλλει με τον πολιτικό λόγο και τα ζητούμενα που θέτουν στην προεκλογική περίοδο οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαπιστώσει ...ιλιγγιώδεις αναντιστοιχίες και δυσθεώρητα κενά. Λόγος γεμάτος με αγκομαχητά, παρακάλια και μικροεκβιασμούς που αποθεώνουν την εκλογικίστικη αντίληψη, τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Λόγος που δεν θέλει να πει στο λαό την πιο απλή και βασική αλήθεια που αφορά τις εκλογές: Οι κάλπες δεν γεννούν νέους συσχετισμούς, δεν παράγουν αποτελέσματα έξω από τα όρια που πριν από αυτές είχαν διαμορφωθεί. Αντίθετα και οι δύο ηγεσίες υιοθετούν πλήρως την αστική λογική για την «κορυφαία διαδικασία» που θα «κρίνει τις τύχες της χώρας τα επόμενα τέσσερα χρόνια». Σε αυτή τη βάση φτάνουν σε απίστευτες …ακρότητες του είδους, «τρομοκρατείστε τους» (ΚΚΕ) ή «χωρίς το ΣΥΡΙΖΑ η βουλή θα είναι φτωχή». Στην πραγματικότητα, με όλα αυτά τα καμώματα το μόνο που καταφέρνουν είναι να συμβάλλουν και στον εκλογικό εγκλωβισμό του λαού, στο βαθμό που τον «μαθαίνουν» να σκέφτεται για τις εκλογές σύμφωνα με τη λογική που προβάλλει το σύστημα και άρα να είναι πιο ευάλωτος στα δικά του (του συστήματος) ισχυρότερα διλήμματα.
Αλήθεια, υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο από την ψήφο που αυτές οι ηγεσίες έχουν να προτείνουν και να ζητήσουν από το λαό; Υπάρχει μια πολιτική κατεύθυνση που προτείνουν και παλεύουν για να οικοδομηθεί από το λαό, που να αφορά τις σημερινές συνθήκες και να είναι στον αντίποδα του συστήματος; Ναι βέβαια! Ο ΣΥΡΙΖΑ –με την κατά Τσίπρα «προγραμματική υπεροπλία»- προτείνει «ένα άλλο κράτος» που με θεμέλιο την …Εθνική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα κάνει «αναδιανομή του εισοδήματος». Και το ΚΚΕ (που έχει επίσης αναλυτικά αιτηματολόγια για τα πάντα) διαθέτει το νεφέλωμα της «λαϊκής οικονομίας-εξουσίας» και το «δίλημμα» των «δύο δρόμων για την ανάπτυξη». Δηλαδή, οι μεν αντιγράφουν και διαρκώς ξαναγράφουν εκδοχές της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης και οι δε απαιτούν …αναβολή της ταξικής πάλης μέχρι νεωτέρας . Και οι δύο μαζί αρνούνται στο λαό ρόλο στη σημερινή κατάσταση και γι αυτό του αρνούνται και κάθε ελπίδα, κάθε προοπτική. Η πολιτική διαπάλη δεν είναι για αυτούς η έκφραση στο πολιτικό επίπεδο της αντίθεσης της εργατικής τάξης και του λαού με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Δεν είναι αυτό που θέλουν να αναδείξουν και να υπηρετήσουν. Η πολιτική πάλη για αυτές τις ηγεσίες αρχίζει και τελειώνει στο αν και πόσες έδρες θα πάρουν στο κοινοβούλιο –και όπου αλλού. «Έδρες» που δεν θα εκφράζουν αυτές τις αντιθέσεις, αλλά απλά θα συμπληρώνουν την πολιτική λειτουργία του συστήματος.
Αυτή η σχέση, της το λιγότερο στρεβλής έκφρασης μέσω κάποιων ποσοστών της λαϊκής δυσαρέσκειας, τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι έχει πιάσει τα όρια της και ταυτόχρονα δεν έχει ούτε στα σημερινά επίπεδα βέβαιη την αναπαραγωγή της. Γιατί τα όρια της δεν τα ορίζει βέβαια η πιο οργανωμένη κομματική προπαγάνδα, ο περισσότερο ή λιγότερο ισχυρός κομματικός μηχανισμός ή ο καταιγισμός των τηλεοπτικών εμφανίσεων. Τα όρια της τα ορίζει η επίθεση από τη μια και οι αγώνες και οι απαιτήσεις του κινήματος από την άλλη. Να λοιπόν γιατί και πώς εισπράττει ανεπάρκεια ένας ολόκληρος κόσμος από την …καταιγιστική προεκλογική παρουσία των ηγεσιών αυτών των κομμάτων. Γιατί από αυτή την παρουσία λείπουν όλα όσα μπορούν να αναφέρονται στην υπόθεση του λαού, της κομμουνιστικής Αριστεράς και του κινήματος και περισσεύουν όσα λειτουργούν συμπληρωματικά στις απόψεις και στις ανάγκες του επίσημου πολιτικού σκηνικού.
Δηλαδή, ακόμα και αν «ξεχνούσε» κανείς τι δεν οικοδόμησαν μέσα στο λαό τα προηγούμενα χρόνια τα κόμματα αυτά, πώς και πόσο υπονόμευσαν το κίνημα και την πάλη που ξέσπασε σε μεγάλα ζητήματα, δεν μπορεί παρά να «τρομάξει» για το πώς σκέφτονται την επόμενη μέρα, αν πάρει υπόψη του αυτά που λείπουν από το λόγο τους:
- Την πρόταση αγώνα, την κατεύθυνση πάλης, τη δέσμευση και την αισιοδοξία πως ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα θα υπηρετήσουν με τη λογική της κοινής δράσης την ανάγκη αντίστασης και ανατροπής της άγριας επίθεσης. Αντί γι’ αυτό, πνίγουν τον κόσμο και τη λαϊκή οργή στην «τελική» μάχη των εκλογών.
- Την προβολή της πάλης των λαών παντού στον κόσμο. Την ανάδειξη της αφύπνισης των μαζών, του νέου κύκλου αγώνων που έχει ξεκινήσει. Αυτοί προτιμούν να διαφημίζουν τον …Λαφοντέν, να αγνοούν το Λαλγκλάρ, να κάνουν με τις πλάτες των στρατηγών του καθεστώτος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης» στο επαναστατημένο Κατμαντού.
- Την υπεράσπιση της επαναστατικής-σοσιαλιστικής προοπτικής και της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος. Αυτοί όμως είτε συντάσσονται ανοιχτά με την αντικομμουνιστική προπαγάνδα (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) είτε «υπερασπίζονται» την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος τόσο όσο θα τους επιτρέψει να μη χρεωθούν οι ίδιοι τον για δεκαετίες ρεβιζιονιστικό τους χαραχτήρα και τις βαριές ευθύνες τους. Και οι δύο μαζί αρνούνται αυτή την προοπτική με τη σημερινή τους πολιτική στάση και απέναντι στο λαό και απέναντι στο σύστημα.
Σε όλα αυτά τα «ελλείμματα» και σε όλα αυτά τα «πλεονάσματα», που εντελώς επιγραμματικά αναφέραμε, βρίσκεται η βάση των κοινών ουσιαστικά αδιεξόδων των ηγεσιών ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά είναι που εξηγούν κατά τη γνώμη μας το γιατί σε αυτές τις συνθήκες που διευρύνεται η δυσαρέσκεια και η αποστοίχιση των μαζών από το σύστημα, αυτές δεν μπορούν να μεταφραστούν ούτε ως κλίμα στα κόμματα αυτά. Η υπέρβαση της περνάει μέσα από την υπεράσπιση και την εμπιστοσύνη στη δύναμη των μαζών, που ξαναθέτουν στα σημερινά πολιτικά δεδομένα «την απεραντοσύνη των σκοπών μας», όταν αυτές γίνονται πρωταγωνιστές. Αλλά κυρίως αυτό που έχει αξία να επισημανθεί είναι ότι με όλα αυτά τα «ελλείμματα» και «πλεονάσματα» καθώς και με τις ανάγκες που αναδείχνουν πρέπει να αναμετρηθεί ο κόσμος της Αριστεράς και ο λαός μας συνολικά. Στις εκλογές και κυρίως μετά από αυτές.

Περί «χρήσιμης» και «χαμένης» ψήφου

Χρόνια τώρα σε κάθε εκλογές ανθεί η σχετική φιλολογία. Το ΠΑΣΟΚ απευθύνεται στον κόσμο της Αριστεράς διακηρύσσοντας πως κάθε ψήφος που δεν δίνεται σε αυτό (για «να φύγει η Δεξιά») είναι μια χαμένη ψήφος.
Στη δική τους κλίμακα, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν «χαμένη» κάθε ψήφο που δεν δίνεται σε αυτούς αλλά «χαραμίζεται» στα μικρότερα κόμματα και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Σε σχέση με αυτά θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πως μια «χρήσιμη» διαδρομή (της ψήφου) είναι αυτή που οδηγεί έναν κόσμο από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στα «μεγάλα» αριστερά κόμματα και από εκεί στη «μεγάλη Αριστερά» του… ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε αυτή τη διαδρομή την έχουν κάνει κατά καιρούς όχι μόνο οι ψήφοι, αλλά και πολλά άτομα και μάλιστα «σημαίνοντα». Όρα, λ.χ., Ανδρουλάκης, που από άλμα σε άλμα βρήκε τελικά την πλήρη «χρησιμότητά» του. (Και έπονται και άλλοι σε αυτή τη διαδικασία ανακύκλωσης.)
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα της ψήφου.
• Το ζήτημα έχει την ιστορία του. Μια πολύ σημαντική περίπτωση είναι αυτή που αφορά την πριμοδότηση της τότε Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου, τη δεκαετία του 1960, από την ενιαία τότε Αριστερά (ΕΔΑ).
Η δεύτερη, τη συμπόρευση με το «ρεύμα της Αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ και του Α. Παπανδρέου μετά το 1974, τόσο του ΚΚΕ όσο και του τότε ΚΚΕ εσωτερικού. Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για όλα αυτά και για τις συνέπειες που είχαν για το λαϊκό κίνημα, αλλά ας περάσουμε στο πώς τίθεται το πρόβλημα σήμερα.
Το ερώτημα είχε –και έχει– καταρχάς μια βασική διάσταση. Αυτή που αφορά το πώς αντιμετωπίζει κανείς τη σχέση ανάμεσα σε αυτά που παίζονται στο κοινοβουλευτικό πεδίο από τη μια και στην αναγκαιότητα ανάπτυξης, συγκρότησης του λαϊκού κινήματος από την άλλη.
Ας δούμε ωστόσο το πώς εμφανίζεται το πρόβλημα σε σχέση με το ζήτημα της χρήσιμης ή μη ψήφου και με ποια κριτήρια μπορεί να θεωρηθεί σαν τέτοια ή αλλιώτικη. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το θέμα δεν είναι ίδιος για όλους. Με άλλη λογική αντιμετωπίζουν το ζήτημα οι αστικές δυνάμεις, με διαφοροποιημένη οι ρεφορμιστές και εντελώς αντίθετη οι λαϊκές επαναστατικές κομμουνιστικές δυνάμεις.
- Όσον αφορά τις αστικές δυνάμεις, η ψήφος έχει μια πολύ συγκεκριμένη και άμεση χρησιμότητα. Και, για να είμαστε ακόμη πιο συγκεκριμένοι, αυτό που κρίνεται σε αυτές τις εκλογές είναι το αν θα σχηματίσει κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ. Από τη μεριά του συνεπώς το ΠΑΣΟΚ λ.χ. έχει κάθε λόγο να υποστηρίζει πως η μόνη χρήσιμη ψήφος είναι αυτή που δίνεται σε αυτό και θεωρεί άχρηστη όποια ψήφο δίνεται στα κόμματα της Αριστεράς. Προϋπόθεση ωστόσο για να αποδεχτεί κανείς μια τέτοια λογική είναι να πιστεύει ότι μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ –και σε αντίθεση με μία της ΝΔ– θα υπηρετήσει τον λαό. Όταν ωστόσο θεωρεί –όπως εμείς, ας πούμε- ότι και το ΠΑΣΟΚ, όπως και η ΝΔ, αυτό που έχουν να κάνουν είναι να προωθήσουν την επίθεση του συστήματος ενάντια στον λαό, δεν έχει κανένα λόγο να ενδώσει σε μια τέτοια λογική.
- Υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο μιας τέτοιας «χρησιμότητας», συναφές προς το προηγούμενο: η πιθανότητα, η προοπτική κυβερνήσεων συνεργασίας και, για να είμαστε και πάλι συγκεκριμένοι, η σύμπραξη κομμάτων της Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η λογική χαρακτήριζε (ανοιχτά) την πολιτική αυτών των κομμάτων για πολλά χρόνια. Θεωρούμε μάλιστα πως συνεχίζει να τη χαρακτηρίζει, έστω και αν υπό το βάρος των εξελίξεων καμώνονται πως την αποκηρύσσουν. Το σύνθημα-γραμμή, λ.χ., της ανατροπής του δικομματισμού σε αυτό ακριβώς παραπέμπει. Στη διαμόρφωση όρων και συνθηκών που θα κάνουν εφικτή και αναγκαία μια τέτοια συνεργασία. Ως προς το πολιτικό περιεχόμενο μιας τέτοιας συνεργασίας, αυτό που λέγεται ή υπονοείται είναι πως μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχει και η Αριστερά (τελευταία μας προέκυψαν και οι Οικολόγοι) θα εφαρμόσει φιλολαϊκές πολιτικές, θα στρέψει την κίνηση των πραγμάτων προς τα αριστερά. Ιδού λοιπόν η συγκεκριμένη «χρησιμότητα» της ψήφου που θα δοθεί σε αυτά τα κόμματα. Το αν και πόση βάση έχει μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση φαίνεται και από το γεγονός ότι τα ίδια τα ρεφορμιστικά κόμματα αναγκάζονται –στα λόγια τουλάχιστον– να την αποκηρύξουν. Ποια χρησιμότητα, ποιας ψήφου λοιπόν;
• Περνάμε έτσι στην άλλη διάσταση του ζητήματος που είναι –εν τέλει– και η πιο ουσιαστική. Αν η ψήφος των λαϊκών-αριστερών ανθρώπων δεν έχει και δεν μπορεί να έχει συγκεκριμένη χρησιμότητα στο κυβερνητικό πεδίο με βάση τις σημερινές συνθήκες και τους συσχετισμούς, τότε ποια μπορεί να είναι η χρησιμότητά της; Κατά την άποψή μας, η μόνη χρησιμότητα και σημασία που μπορεί να έχει είναι η ενίσχυση –και με την ψήφο– αυτής ή εκείνης της πολιτικής γραμμής και κατεύθυνσης. Αυτό είναι το μόνο ερώτημα το οποίο έχει να απαντήσει ένας αγωνιστής, ένας αριστερός άνθρωπος.
- Ως προς αυτό, τα ρεφορμιστικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ) έχοντας αναγκαστεί από τις εξελίξεις να αποποιηθούν (τουλάχιστον σε αυτά που λένε) την κυβερνητική προοπτική «οχυρώνονται» στην ανάδειξη του κοινοβουλευτικού πεδίου σαν κύριου πεδίου «πάλης» και των εκλογών ως «μάχης των μαχών». Ενισχύστε λοιπόν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ για να υπάρχει, λέει, ισχυρή αριστερή αντιπολίτευση στη βουλή, η οποία μάλιστα θα αντιπαραθέτει και συγκεκριμένες προτάσεις (προφανώς στην κυβέρνηση) για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Πιο «ριζοσπαστικό» το ΚΚΕ, ζητάει να ψηφιστεί γιατί ένα ισχυρό (κοινοβουλευτικά) ΚΚΕ αποτελεί τη μόνη και αποτελεσματική δύναμη αντίστασης ή ακόμη και «αντεπίθεσης». Τέτοια «χρησιμότης»!
Τα πράγματα ωστόσο είναι συγκεκριμένα. Τα δύο αυτά κόμματα «παλεύουν» κοινοβουλευτικά εδώ και χρόνια. Τα αποτελέσματα, και καθώς όλοι το γνωρίζουν, είναι μηδενικά. Ταυτόχρονα είναι σαφές πως τίποτα διαφορετικό δεν πρόκειται να γίνει αν υποθέσουμε ότι βγάζουν πέντε-δέκα βουλευτές παραπάνω. Όμως το χειρότερο είναι ότι στο όνομα αυτής της «πάλης» αδιαφόρησαν ή ακόμη και υπέσκαψαν την ανάπτυξη των αγώνων του λαού και της νεολαίας στα διάφορα μέτωπα πάλης που υπήρξαν. Δηλαδή το μόνο πεδίο όπου ο λαός μπορεί να αναζητήσει απαντήσεις στα προβλήματά του, να αναπτύξει τη δύναμή του, να διαμορφώσει ευνοϊκούς συσχετισμούς, να κερδίσει νίκες.
Με άλλα λόγια λοιπόν η ψήφος σε αυτά τα κόμματα «χρησιμεύει» στην ενίσχυση των κοινοβουλευτικών αυταπατών και ταυτόχρονα στις πολιτικές υπονόμευσης της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος.
Τέλος, και για να αναφερθούμε και σε αυτή την πτυχή του πράγματος, αν η στάση αυτών των δυνάμεων υπογραμμίζει και σηματοδοτεί το «δράμα» του κινήματος και της Αριστεράς στη χώρα μας, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός που επιδεικνύουν οργανώσεις υποτίθεται «ακόμα πιο ριζοσπαστικές» αγγίζει τα όρια της φάρσας.
Όπως και να ’χει, η ουσία του πράγματος σε σχέση με το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι μια: η μόνη πραγματικά χρήσιμη πολιτική στάση –που μπορεί να εκφραστεί και με την ψήφο– είναι αυτή που ενισχύει την πολιτική κατεύθυνση της συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων μέσα στο πεδίο της καθημερινής αντίστασης και πάλης.

Οικολόγοι Πράσινοι: Νέας κοπής δεκανίκια του συστήματος, πολλαπλών χρήσεων

Πράσινη τσόντα στην υπηρεσία του συστήματος

Είναι δεδομένη και θα ενταθεί μπροστά στην εξέλιξη της οικονομικής κρίσης η κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας. Αυτό δείχνει, π.χ., η μαζική απώλεια εκατομμυρίων ψηφοφόρων από τα κυρίαρχα κόμματα, ιδιαίτερα στις τελευταίες ευρωεκλογές, που η μαζική αποχή αποτέλεσε άλλη μια (μετά τον Δεκέμβρη) έκφραση οργής, αποστροφής και απαξίωσης αντιλαϊκών θεσμών εξαπάτησης αλλά και των ίδιων των βασικών κομμάτων του συστήματος.
Παρά τη διαφορετική αντιμετώπιση από τον λαό των κοινοβουλευτικών εκλογών και παρά την τρομοκρατία της κρίσης, λίγες μόνο μέρες πριν από τις κάλπες η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και η έντονη δυσφορία είναι έκδηλες σε μεγάλα κομμάτια του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας που αντιλαμβάνεται το παρόν και το μέλλον που της ετοιμάζουν…
Παρ’ ότι γκάλοπ, επικοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι και όλα τα επιτελεία του συστήματος δουλεύουν μόνιμα και –ιδιαίτερα αυτές τις μέρες– πυρετωδώς, η λαϊκή οργή είναι δύσκολο να καναλιζαριστεί και η προσπάθεια ανασκουμπώματος του συστήματος μέσα από τη «νωπή λαϊκή εντολή» φαίνεται να έχει κοντά ποδάρια.
Σε αυτή τη βάση, οι δυνάμεις του συστήματος επιστρατεύουν –για να τους βρίσκεται– τον κάθε πρόθυμο… Η χρήση βέβαια των Οικολόγων Πράσινων δεν περιορίζεται σε ρόλο κυβερνητικής τσόντας, ρόλο που με ξεκάθαρο τρόπο έχουν δηλώσει πως αποδέχονται, πιέζοντας ή και ανοίγοντας τον δρόμο ενδεχομένως και σε άλλους, πιο δύσκολους.

Πράσινος-άχρωμος αποπροσανατολισμός

Ακόμη και αν τελικά προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, μπροστά σε αυτά που έχει ν’ αντιμετωπίσει για λογαριασμό του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών, κάθε στήριξη από τη μεριά των όποιων πρόθυμων θα είναι αναγκαία. Το καθαρά συστημικό κατασκεύασμα των Οικολόγων Πράσινων, ιδιαίτερα εφόσον μπει στη βουλή, παρ’ ότι στερείται κινηματικών αναφορών, πολιτικής ιστορίας και οποιασδήποτε βαθύτερης σχέσης με τον λαό, μπροστά στα ζόρια του συστήματος δεν είναι απίθανο να χρησιμοποιηθεί –και με μια έννοια χρησιμοποιείται ήδη– για τον εγκλωβισμό και τον αποπροσανατολισμό σημαντικών τμημάτων του λαού, που σ’ ένα πρώτο επίπεδο αποστρέφονται τα φθαρμένα, παλιά, αλλά πάντα κυρίαρχα κόμματα του συστήματος. Οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν έχουν ουσιαστικά τίποτα να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν από την κυρίαρχη εφαρμοζόμενη πολιτική τής υποτέλειας στον ιμπεριαλισμό και της σφοδρής αντιλαϊκής λαίλαπας που είναι σε πλήρη εξέλιξη.
Η εμφανιζόμενη αντιεθνικιστική τοποθέτησή τους στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα κάθε άλλο παρά έχει προοδευτική βάση και αφετηρία, στον βαθμό που δεν εναντιώνεται στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και δεν αναδεικνύει την ανάγκη κοινής δράσης των λαών κόντρα στον εθνικισμό των αστικών τάξεων και κόντρα στις επικίνδυνες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και εξαρτήσεις. Ομολογουμένως ο Τρεμόπουλος στις επίμαχες τοποθετήσεις του για το Μακεδονικό τόλμησε να πει μια σειρά αλήθειες για το «παρελθόν» της αστικής τάξης. Ωστόσο η επιλογή τού χρόνου σε συνδυασμό με τις φαιδρές τοποθετήσεις του Χρυσόγελου στο ντιμπέιτ για την εδαφική ακεραιότητα που κινδυνεύει από την κλιματική αλλαγή(!!!) και γενικότερα η απροκάλυπτη φιλο-ΕΕ και φιλο-ιμπεριαλιστική στάση αυτού του κόμματος, δείχνουν τον ρόλο και τον προσανατολισμό του. Ανεξάρτητα αν είναι άμεσο, όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης, κατασκεύασμα του Σόρος και των ΜΚΟ των ΗΠΑ ή της ΕΕ, πράγματα που εμείς δεν τα γνωρίζουμε, ωστόσο σίγουρα κρίνοντας αυτό το νέο πολιτικό μόρφωμα και μόνο από αυτά που έχει εκδηλώσει σαν θέση και στάση θα λέγαμε πως σε κάθε περίπτωση πρόκειται για κατασκεύασμα στα μέτρα του συστήματος και ενδεχομένως για συγκεκριμένες χρήσεις στη συγκυρία που διανύουμε.
Θα ήταν αδιανόητο, π.χ., να δούμε αυτό το τόσο ευαίσθητο για το περιβάλλον κόμμα να τοποθετείται και πολύ περισσότερο να συμβάλλει στην κινητοποίηση και στον αγώνα του λαού για το ξεπέταγμα του καρκίνου των αμερικανονατοϊκών βάσεων που, πέρα απ’ όλα τα άλλα, αποτελούν τις πιο επικίνδυνες εστίες μόλυνσης, ακόμη και πυρηνικής, στον τόπο μας.
Δεν τους έχουμε ακούσει μέχρι τώρα να δυσανασχετούν με την προσάραξη πυρηνοκίνητων τερατόπλοιων στα λιμάνια της χώρας, ούτε με τις υπερπτήσεις και τις συνεχείς νατοϊκές ασκήσεις πάνω από το Αιγαίο.
Μα μήπως άραγε κινητοποιήθηκαν ή συνέβαλαν στην ανάγκη μαζικής καταγγελίας και αποκάλυψης της υποκρισίας του συστήματος που στο σύνολό του τάχα νοιάζεται πλέον για το περιβάλλον και όμως ξανάκανε στάχτη φέτος τα δάση της Αττικής; Ποιος δίνει τροφή στις προκλητικές προφάσεις του Καραμανλή που για να καλύψει το σύστημα που καταστρέφει τη φύση τα ’ριξε στην κλιματική αλλαγή την ώρα που οι βροχές του Αυγούστου περιόριζαν τον κίνδυνο της φωτιάς στην Αττική και στη νότια μονάχα Ελλάδα;

Η πάλη ενάντια στην καταστροφή της φύσης που μας περιβάλλει είναι υπόθεση του μαζικού λαϊκού κινήματος
και όχι των πράσινων σωτήρων

Είναι σίγουρο πως χρειάζεται από τις δυνάμεις που θα επιλέξουν να συγκρουστούν με το σύστημα υπηρετώντας τη λαϊκή υπόθεση να τοποθετηθούν πιο συγκεκριμένα και να υποστηρίξουν πιο αποτελεσματικά τα μέτωπα πάλης του λαού ενάντια στην καταστροφή της φύσης που μας περιβάλλει. Από την πλευρά μας έχουμε αποφύγει όλο το προηγούμενο διάστημα να αναμασάμε τις συστημικές τοποθετήσεις για το περιβάλλον και σε βασικά σημεία έχουμε, σ’ ένα πρώτο έστω επίπεδο, τοποθετηθεί από ταξική σκοπιά.
Όχι μόνο δεν μας θάμπωσε ο Αλ Γκορ που οι Οικολόγοι Πράσινοι του στήσανε φιέστες, μα αρνηθήκαμε την υποκριτική και αποπροσανατολιστική του προπαγάνδα καταγγέλλοντάς τον για τη συμμετοχή του σαν συμβομβαρδιστή του Κλίντον που δηλητηρίασε τα Βαλκάνια με ουράνιο και τόσα άλλα δεινά. Να λοιπόν ποια είναι η ιστορία και πού οδηγεί η πολιτικά «άχρωμη» πράσινη τοποθέτηση των Οικολόγων Πράσινων της χώρας μας, όπως και των αντίστοιχων σε μια σειρά κράτη της Ευρώπης. Και τώρα βέβαια με τον Ομπάμα όλοι αυτοί παρέα από κοντά και δίπλα στον Γ. Παπανδρέου και σε δοκιμασμένα άλογα του συστήματος διεκδικούν ρόλο και δηλώνουν πρόθυμοι να συμβάλουν προσφέροντας και ενισχύοντας νέους αποπροσανατολισμούς και αυταπάτες για την πράσινη οικονομία και τα γνωστά πράσινα άλογα…
Πράσινα άλογα και αφορολόγητες ανοησίες που ποντάρουν στην απελπισία και στην πολιτική αφέλεια κομματιών του λαού που η ολέθρια δράση της ρεφορμιστικής Αριστεράς χρόνια τώρα τα έχει αφοπλίσει ιδεολογικοπολιτικά.
Από την πλευρά μας, για άλλη μια φορά θα επισημάνουμε πως η καταστροφή χωρών ολάκερων, πλούτου, παραγωγικών μονάδων, εργατικού δυναμικού και της ίδιας της φύσης που μας περιβάλλει είναι στις μέρες μας βασική πλευρά της λειτουργίας και όχι παράπλευρες απώλειες ενός κατά τ’ άλλα παραγωγικού και ωφέλιμου, ανεκτού τέλος πάντων, συστήματος.
Η έννοια της αειφορίας στην παραγωγή και στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση μπορεί να υπάρξει μόνο στον σοσιαλισμό. Η όλη φιλολογία και το παραμύθι της πράσινης οικονομίας, είτε διαφημίζεται χωρίς περιεχόμενο από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου είτε περιγράφεται από τους ειδικούς και ειδήμονες των Οικολόγων Πράσινων, σε ένα πράγμα μπορεί ν’ αποσκοπεί: στο να ανοίξουν σε κάποιους τομείς (κυρίως στην ενέργεια και στις κατασκευές) κάποιες χαραμάδες κερδοφορίας για το κεφάλαιο με όρους κρατικοδίαιτους τόσο που πρέπει να διαφημιστούν ιδιαίτερα στον λαό γιατί τελικά πάλι αυτός θα πληρώσει στο τέλος το μάρμαρο…
Όσο για την ποιότητα ζωής και για τ’ άλλα όμορφα που θέλουν να μας πείσουν ο Τρεμόπουλος και ο Χρυσόγελος ότι μπορεί να μας προσφέρει ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα αν τους βάλει και αυτούς στο κόλπο, ας δούμε συνοπτικά τι βρίσκεται σε εξέλιξη παγκόσμια και στη χώρα για να καταλάβουμε τις ανοησίες που κοπανάνε στον λαό για να τον κρατήσουν υπό τον έλεγχο του συστήματος. Βρίσκεται λοιπόν σε εξέλιξη παγκόσμια και στη χώρα μας:
* Η ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών με πραγματικά επικίνδυνα όπλα για τη ζωή των λαών και του ίδιου του πλανήτη.
* Η ενίσχυση της αδηφαγίας του κεφαλαίου που πέρα από την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων εντείνει τη ληστρική εκμετάλλευση, τη καταλήστευση και καταστροφή εν τέλει των ίδιων των πηγών της ζωής στον πλανήτη.
* Τέλος, ανάμεσα στις πιο σημαντικές τάσεις και εξελίξεις στην κίνηση του κεφαλαίου με ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας μα και μια σειρά χώρες της περιφέρειας, είναι οι εξελίξεις στον τομέα της γεωργίας. Έχουμε αναφερθεί ήδη σε τοποθετήσεις μας για την επέλαση του κεφαλαίου με νέα ένταση και με νέους όρους σε αυτό τον χώρο. Η αγορά τεράστιων γαιών, π.χ., από κράτη και πολυεθνικές με 5-10 δολάρια το στρέμμα στην Αφρική, στην Ινδία, στον Αμαζόνιο και σε άλλα εύφορα σημεία, δεν οδηγεί μονάχα στον βάρβαρο εκτοπισμό των σύγχρονων «ιθαγενών». Το γεγονός ότι στήνονται οικονομίες μεγέθους αγροτικών εκμεταλλεύσεων με βάση το μηδαμινό κόστος γης, τις σύγχρονες τεχνολογίες και το εξευτελιστικά φτηνό εργατικό κόστος σε αυτές τις περιοχές είναι το αποκορύφωμα μέχρι στιγμής της τάσης ολοκληρωτικού ξεκληρίσματος της φτωχομεσαίας αγροτιάς σε μια σειρά από χώρες, και στη χώρα μας, με βάση τους νέους όρους που διαμορφώνονται στην παγκόσμια αγορά τροφίμων και τις ανάλογες πολιτικές της νέας ΚΑΠ.
Να λοιπόν γιατί σχεδιάζεται το νέο χωροταξικό της Αττικής για 8 εκατομμύρια κατοίκους και για άλλα 2 εκατομμύρια της Θεσσαλονίκης. Γιατί η χώρα θα τελειώνει ουσιαστικά και από κάθε άποψη στο καμίνι πίσσας και τσιμέντου της Αττικής και λίγων ακόμη ανάλογων αστικών κέντρων…
Αυτή είναι η ανάπτυξη που προτάσσουν ουσιαστικά ομόφωνα οι δυνάμεις του συστήματος και δεν διακρίνουμε μέχρι τώρα ουσιαστική αντίρρηση από τους Οικολόγους Πράσινους.
Γιατί αν είχαν αντίρρηση θα έπρεπε να στηρίξουν τους αγώνες των αγροτών ενάντια στο ξεκλήρισμά τους από την πολιτική κεφαλαίου-ΕΕ, θα έπρεπε να είναι μαζί με τα κομμάτια του λαού που συγκρούονται με τα ΜΑΤ και συκοφαντούνται επειδή παλεύουν ενάντια στους νέους αυτοκινητόδρομους, ενάντια στις νέες και παλιές χωματερές, ενάντια στις συνέπειες υποβάθμισης της ζωής που προκαλεί σε κάθε γειτονιά η μεγέθυνση της πόλης-τέρας…
Οι προτάσεις για πράσινες επενδύσεις καλυτέρευσης της ποιότητας ζωής στην πόλη απ’ όποιους και αν γίνονται και έστω και αν υλοποιηθούν είναι ασπιρίνες στον καρκίνο της πόλης-τέρας, με μόνο στόχο τον αποπροσανατολισμό του λαού και την όποια κονόμα μπορεί να προκύψει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για το κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση η αδηφαγία του κεφαλαίου (δες, π.χ., τι γίνεται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) θα κάνει ολοένα και πιο δύσκολη τη ζωή μας από κάθε άποψη τόσο στις πόλεις-τέρατα όσο και στα ρημαγμένα χωριά.
Η έγνοια του κεφαλαίου ποτέ δεν ήταν, ούτε τώρα μπορεί να είναι, η καλυτέρευση της ποιότητας ζωής του εργαζόμενου. Για την ποιότητα της ζωής μας δεν υπάρχουν σωτήρες, ούτε αρκούν κάποιες έξυπνες πράσινες προτάσεις. Για την ποιότητα της ζωής μας και την ίδια τη ζωή μας πρέπει να παλέψουμε μαζικά και αποφασιστικά και χωρίς αυταπάτες. Πρέπει να συγκρουστούμε με τον καπιταλισμό και με τον ιμπεριαλισμό που με οποιονδήποτε μανδύα κάνουν τη ζωή μας συνεχώς χειρότερη.
Σε αυτή μας την πάλη παλιοί και νέοι αποπροσανατολισμοί πρέπει να αποκαλύπτονται ευθέως, χωρίς μισόλογα, υποκριτικές ευγένειες και δισταγμούς που κρύβουν αυταπάτες για τα καινούργια ρούχα του βασιλιά…

ΓΣΕΕ και ΣΕΒ από κοινού στην προεκλογική καμπάνια του ΠΑΣΟΚ


Χαρές και πανηγύρια για την υποταγμένη συνδικαλιστική ηγεσία σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Φαίνεται ότι νιώθουν πως το «άδειο καλάθι» με το οποίο βγήκαν από τη συνάντηση με τον Καραμανλή σύντομα θα... γεμίσει από την πασοκική διακυβέρνηση! Έτσι, θα ολοκληρωθεί και η σύγκλιση με τον ΣΕΒ που είναι σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες. Φυσικά, οι μόνοι δυσαρεστημένοι από αυτήν την εξέλιξη θα είναι και πάλι οι εργαζόμενοι. Γιατί τι μπορεί να περιμένουν οι εργαζόμενοι από τη σύμπραξη μιας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, του ΣΕΒ και των εργατοπατέρων, πέρα από τη συνδικαλιστική νομιμοποίηση της αντεργατικής πολιτικής που απαιτεί το κεφάλαιο και σκοπεύει να προωθήσει το ΠΑΣΟΚ;


Για «σύγκλιση απόψεων με τους κοινωνικούς εταίρους» μίλησε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ μετά από τις συναντήσεις του Παπανδρέου με το ΣΕΒ, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Και πώς είναι δυνατόν να μην διαπιστώσει κάτι τέτοιο, όταν η ΓΣΕΕ έχει πολλαπλά εκφράσει τη σύμπλευσή της με το ΣΕΒ σχετικά με την κρίση, ενώ ετοίμαζε και κοινή πρόταση νόμου για τη «διέξοδο» από την κρίση; Και τι καλύτερο για το ΠΑΣΟΚ από το να περιφέρει και να διατυμπανίζει τις αγαστές του σχέσεις με την υποταγμένη συνδικαλιστική ηγεσία, προκειμένου να ακούει το κεφάλαιο και να διαπιστώνει ποιος είναι αποτελεσματικότερος ως κυβέρνηση, προκειμένου να διαχειριστεί τα ζητήματα της κρίσης με την εργατική τάξη στη γωνία;

Βέβαια, το κεφάλαιο γνωρίζει πολύ καλά ότι τα μέτρα που προτίθεται να πάρει είναι ικανά να γεννήσουν αντιδράσεις και αγώνες που θα ξεπερνούν ακόμη και τη δυνατότητα αυτής της συνδικαλιστικής ηγεσίας να χειριστεί την εργατική οργή. Ωστόσο, ούτε του πέφτει άσχημα να έχει στη διάθεσή του τέτοια αναχώματα αλλά ούτε έχει και τίποτε καλύτερο για να επιλέξει. Γι’ αυτό και ο Δασκαλόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ, δήλωσε ότι «η προϊούσα απαξίωση της πολιτικής κινδυνεύει να στερήσει τον τόπο από την ισχυρή διακυβέρνηση και από την πολιτική πνοή που σήμερα έχει ανάγκη» «δείχνοντας» ΠΑΣΟΚ.

Στον προεκλογικό αγώνα, λοιπόν, και οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, ενώ μέχρι και το 1981 θυμήθηκε στον προεκλογικό του «οίστρο» ο Παναγόπουλος δηλώνοντας ότι χρειάζεται μία «αντίστοιχη αναδιανομή εισοδήματος»! Αυτό που μένει να δούμε είναι πόσο θα ανέχονται οι εργαζόμενοι αυτήν τη συνδικαλιστική ηγεσία.

Αρχική σελίδα